Ladakh & Zanskar: Wandering in the Mountains of the Moon!
Το πόδι μου σύρθηκε για μία ακόμη φορά πάνω στη σάρα. Τί γνώριμος ήχος! Αυτός και ο χτύπος της καρδιάς μου. Ο ήλιος έκαιγε και είχα ανάψει. Ήπια δύο ακόμη γουλιές νερό από το παγούρι μου και σκούπισα τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου. Πρέπει να πέρασαν μέρες από τότε που το είδα τελευταία φορά στον καθρέφτη. Τα γένια μου είχαν μακρύνει και το πρόσωπό μου θα είχε σίγουρα σκουρύνει. Το σακίδιο το ένιωθα προέκταση όχι μόνο του κορμιού αλλά και ολόκληρου του «είναι» μου. Από το πρωί δεν είχα συναντήσει ούτε άνθρωπο, ούτε ζώο. Κοντοστάθηκα. « Δεν μπορεί να συνεχίζει από δω το μονοπάτι» σκέφτηκα. Γκρεμοί. Γύρισα το κεφάλι και κοίταξα τα άγρια βουνά που απλώνονταν ως την άκρη του ορίζοντα. Έπειτα, κοίταξα καμιά πενηνταριά μέτρα κάτω στο ποτάμι. Χαμογέλασα. Από το ποτάμι λοιπόν. ΞΑΝΑ!
Η κοιλάδα του φεγγαριού
Για το Ladakh μου μίλησε για 1η φορά το 2010 στη Μαδρίτη ένας βετεράνος περιηγητής των Ιμαλαϊων. Θυμάμαι σαν χθες την προτροπή του γέρο – Francisco « Να πας στο Ladakh Δημήτρη. Είναι ενδιαφέρον όσο το Νεπάλ πριν 30 χρόνια. » Εκείνο το βράδυ μου μίλησε γι’ άγρια σεληνιακά τοπία, για μια βαθιά βουδιστική κουλτούρα, για λευκά ξωκλήσια λαξευμένα σε βράχους, γι’ ανθρώπους που ζουν περίπου όπως και οι πρόγονοί τους αιώνες πριν.
Το Ladakh βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο τους αχανούς Θιβετιανού οροπεδίου, βόρεια της κύριας οροσειράς των Ιμαλαϊων ( Great Himalaya Range ). Περικλείει το μεγαλύτερο μέρος των Trans Himalaya, ενός πολύπλοκου συμπλέγματος υποοροσειρών (Zanskar , Stok ,Ladakh ) που γειτονεύουν στα βορειοανατολικά με τον ορεινό όγκο του Kailash στο Θιβέτ και στα βορειοδυτικά με τις κολοσσιαίες κορυφές του ανατολικού Karakoram. Ladakh σημαίνει « Γη των ψηλών περασμάτων » και λόγω των ισχυρών ιστορικών και πολιτιστικών δεσμών με το γειτονικό Θιβέτ είναι γνωστό και ως « Μικρό Θιβέτ ».
Στο αεροδρόμιο της όμορφης πόλης του Leh, στα 3500μ φθάσαμε παρέα με τον Δημήτρη και τον Χρήστο νωρίς το πρωί της 5ης Σεπτεμβρίου του 2012 με στόχο την πραγματοποίηση μιας μεγάλης τραβέρσας της οροσειράς Zanskar. Βρήκαμε ένα δωμάτιο κοντά στο μεγάλο παζάρι την ώρα που οι έμποροι έστηναν τους πάγκους τους. Δίπλα ακριβώς από τον ξενώνα μας κυλούσε ένα ρέμα και πολλά αγόρια έπλεναν τα ρούχα τους χτυπώντας τα με δύναμη στις πέτρες.
Σκοπεύαμε να περάσουμε 2-3 μέρες στην πόλη, αφενός για να ολοκληρώσουμε τις ετοιμασίες για την διάσχιση και αφετέρου για να δώσουμε χρόνο στον οργανισμό μας να εγκλιματιστεί στο υψόμετρο. Αγοράσαμε προμήθειες για 3 εβδομάδες, βρήκαμε άλογα να τις μεταφέρουν και προσλάβαμε ένα μάγειρα ονόματι Karma, που έμενε στον καταυλισμό των Θιβετιανών προσφύγων.
Η διαδρομή στην οποία είχα καταλήξει μετά από πολύ έρευνα αποτελούσε κατά βάση συρραφή μονοπατιών ελάχιστα περπατημένων από ξένους. Με αυτόν τον τρόπο θα αποφεύγαμε τις δημοφιλείς διαδρομές που ως ένα βαθμό επηρεάζονταν από τον υπό κατασκευή δρόμο που χρόνια τώρα η ινδική κυβέρνηση παλεύει να διανοίξει στον άξονα βορράς – νότος.
Ένα απρόσμενο γεγονός ανέβαλλε την αναχώρησή μας. Ο Δημήτρης έπαθε δηλητηρίαση και ήταν σε μαύρα χάλια. Η γιατρός ήταν κατηγορηματική « Χρειάζεται ξεκούραση ». Όσο λοιπόν ο φίλος μας ανάρρωνε με αργούς ρυθμούς ο Χρήστος κι εγώ ξεμουδιάζαμε ανεβοκατεβαίνοντας τα βουνά γύρω από το κάστρο της ακρόπολης του Leh, που μοιάζει με μικρογραφία του παλατιού Potala που βρίσκεται στη Llasa του Θιβέτ.
Στις 9 του μήνα φορτώσαμε επιτέλους τα υλικά μας σε ένα τζιπ και ξεκινήσαμε για το μοναστήρι Lamayuru, σημείο εκκίνησης της διάσχισής μας. Ατελείωτα στρατόπεδα απλώνονταν δεξιά κι αριστερά του δρόμου.H ευαίσθητη αυτή περιοχή είναι ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας κυρίως λόγω της εγγύτητας της στην εμπόλεμη ζώνη του Kashmir αλλά και στα σύνορα με την Κίνα. Αφού παρουσιάσαμε τα διαβατήρια μας σε σημεία ελέγχου του στρατού, συνεχίσαμε το τετράωρο ταξίδι κινούμενοι δυτικά, βορειοδυτικά παράλληλα με τον Ινδό ποταμό.
Το Lamayuru είναι από τα παλαιότερα μοναστήρια στο Ladakh. Σύμφωνα με τον θρύλο μια πελώρια λίμνη κάλυπτε κάποτε αυτήν την κοιλάδα, τα νερά της οποίας υποχώρησαν όταν προκλήθηκε ένα μεγάλο ρήγμα, χάρη στις προσευχές του βουδιστή αγίου Arahat Nimagung. Στο σημείο του ρήγματος ιδρύθηκε τον 9ο αιώνα το μοναστήρι.
Το βράδυ υπό τις ψαλμωδίες των μοναχών που οριακά έφθαναν έως τ’ αυτιά μας, το μυαλό μου ταξίδεψε στη διαδρομή μεγάλου υψομέτρου που απλωνότανε μπροστά μας ( εξ’ ολοκλήρου άνω των 3400μ ), στα αλλεπάλληλα ανεμοδαρμένα διάσελα κοντά στα 5000μ ( 8 ), στα δεκάδες περάσματα από ρέματα και ποτάμια.
10η Σεπτεμβρίου
Εφτά ώρες πορείας (οι μισές υπό καταρρακτώδη βροχή) μέσα από στενά φαράγγια με πελώριους κάθετους τοίχους αποτέλεσαν το ζέσταμα της φιλόδοξης τραβέρσας μας. Αργά το απόγευμα κατασκηνώσαμε δίπλα στο ποτάμι, στις παρυφές του χωριού Kanji ( 3790μ ).
11η Σεπτεμβρίου
Το πέρασμά μας δεν πέρασε απαρατήρητο από τους χωρικούς που καλλιεργούσαν κριθάρι στις στενές εύφορες λωρίδες γης γύρω από το ποτάμι. Οι άνθρωποι αυτοί, παρά τα ελάχιστα αγαθά που τους παρέχει η γη, καταφέρνουν να είναι αυτάρκεις όσο κι αν θεωρείται αυτό αδύνατο από τον μέσο πολίτη των υπερκαταναλωτικών δυτικών κοινωνιών .
Ανηφορίσαμε την κοιλάδα που απλωνότανε μπροστά μας, μπήκαμε σ’ ένα εντυπωσιακό φαράγγι και κερδίσαμε υψόμετρο τσαλαβουτώντας για ώρες πάνω στις πέτρες της κοίτης ενός ρέματος. Μαύρος ήταν ο ουρανός κι ας ήταν μεσημέρι όταν βρήκαμε ένα σχετικά επίπεδο, πετρώδες πεδίο για να κατασκηνώσουμε. Ο Karma ανησυχούσε πως αν ο καιρός και την επομένη ήταν κλειστός τα άλογα θ’ αντιμετώπιζαν πρόβλημα στον ανήφορο για το Kanji La. Είχα καλό προαίσθημα και ενώ η βροχή έδερνε με μανία το ύφασμα της σκηνής αποκοιμήθηκα. (Βάση Kanji La 4200μ ).
12η Σεπτεμβρίου
Ο καιρός άνοιξε και μια παγωμένη κορυφή πρόβαλλε λαμπερή στο φως της αυγής. Πλυθήκαμε στο ποτάμι και ήπιαμε άφθονο τσάι με ginger όσο τα μουσκεμένα ρούχα μας στέγνωναν στον ήλιο. Το επισφαλές μονοπάτι ανηφόριζε πολύ απότομα, σχεδόν κάθετα για 400μ και στη συνέχεια διέτρεχε ένα εκτεταμένο πλατό για κάποια χιλιόμετρα. Ο καιρός ήταν σύμμαχός μας όμως η αδυναμία λόγω του υψομέτρου γινόταν όλο κι εντονότερη.
Ξαφνικά ο Karma, φανερά καταβεβλημένος, με ενημέρωσε πως έχει πρόβλημα στο γόνατο και με δυσκολία περπατάει. Ο Δημήτρης ( διασώστης στο επάγγελμα ) του πρόσφερε τις πρώτες βοήθειες και του ’δωσε να καταπιεί ένα δυνατό παυσίπονο. Ένας παρατεταμένος ανήφορος σε σπασμένη πέτρα και πάγο μας οδήγησε στο διάσελο, στα ανατολικά ενός μικρού παγετώνα. Λίγο αργότερα μασουλούσαμε ξηρούς καρπούς στο Kanji La, ( 5150μ ) αγναντεύοντας στα βορειοανατολικά τις κορυφές του ανατολικού Karakorum.
Είχα ήδη αρχίσει να αφυδατώνομαι όταν αντιλήφθηκα την απουσία του μοναδικού γεμάτου παγουριού μου. Ένας ατελείωτος κατήφορος σε πλαγιές καλυμμένες με σπασμένη πέτρα με οδήγησε μετά από δύο ώρες στην πηγή ενός ρέματος. Ήπια άφθονο ζωντανό νερό που κυλούσε από την καρδιά του παγετώνα. Κουκουλώθηκα και περίμενα τους φίλους μου στην είσοδο ενός πολύ στενού φαραγγιού με έντονα τα σημάδια αποσάθρωσης. Κατασκηνώσαμε μετά την συμβολή του ρέματος αυτού ( Kanji ) μ’ ένα ποτάμι που κυλάει από τα ανατολικά. Το βράδυ πριν χωθώ στον υπνόσακο χάζεψα τ’ αμέτρητα αστέρια που λες και κρέμονταν πάνω από το κεφάλι μου.( Βάση Pingdon La 4200μ )
13η Σεπτεμβρίου
Η αυγή με βρήκε στην σκηνή του Karma να παρατηρώ ένα – ένα τα πρόσωπα γύρω από το κατσαρολάκι με το νερό που έβραζε. Ο Χρηστάρας ένιωθε περίφημα, έτρωγε με όρεξη και καλαμπούριζε. Αντίθετα ο Δημήτρης, με τον οποίο μοιραζόμουν την σκηνή, δεν κοιμήθηκε καλά για μία ακόμη βραδιά. Οι δυνάμεις του μέρα με τη μέρα περισσότερο τον εγκατέλειπαν παρά επέστρεφαν μετά την πρόσφατη περιπέτεια της υγείας του. Στο πρόσωπο του Karma έβλεπα την ταλαιπωρία ενός λαβωμένου ανθρώπου που προσπαθεί να συνεχίσει.
Συμφωνήσαμε μετά την πρόκληση κάθε ημέρας ( βλέπε πέρασμα ) να ακολουθεί ο καθένας τον ρυθμό του ώστε ευχάριστα να απολαμβάνει το μεγαλείο της διαδρομής. Ακολουθήσαμε ξανά το ποτάμι για ώρα ώσπου ξεμακρύναμε ανηφορίζοντας μία σειρά από καγκέλια προς το πέρασμα Pingdon La ( 5020μ ). Ο αέρας λυσσομανούσε και με νοήματα έδειξα στους φίλους μου πως κατεβαίνω.
Στα μισά ενός πολύ απότομου κατήφορου διασταυρώθηκα με δύο παλικάρια που ανέβαιναν με δύο γιακ προς το πέρασμα. Jule ( που προφέρεται joo – lay ) είναι ο εγκάρδιος χαιρετισμός στα Ladakhi, μία γλώσσα που αν και χρησιμοποιεί τους ίδιους συμβολισμούς με τα Θιβετιανά, διαφέρει αρκετά από αυτά. Η κλίση εξομαλύνθηκε αρκετά και πέρασα από ένα εκτεταμένο βοσκοτόπι με γιακ. Φυσούσε δροσερός αέρας κι ένιωθα περίφημα. Ήμουν πολύ καλά εγκλιματισμένος και απολάμβανα με την καρδιά μου το να περιπλανιέμαι σ’ αυτόν τον υπέροχο τόπο.
Δύο chortens ( βωμοί ή λειψανοθήκες στη μνήμη κάποιου βουδιστή αγίου ) και δύο μαύρα σκιάχτρα σηματοδοτούσαν την είσοδο του χωριού Dibling, μιας χούφτας σπιτιών στη μέση του πουθενά. Την αρχική έκπληξη των λίγων χωρικών που δεν ήταν συνηθισμένοι μάλλον να βλέπουν ξένους στον τόπο τους, διαδέχθηκαν πλατιά χαμόγελα και διάθεση για επικοινωνία.( Dibling 3810μ )
14η Σεπτεμβρίου
Μία μέρα αφιερωμένη εξ’ ολοκλήρου στο νερό. Ξεκινήσαμε πολύ νωρίς για να εκμεταλλευτούμε τη χαμηλή ροή των υδάτων του ποταμού τις πρωινές ώρες. Όσο περνάει η μέρα, ο ήλιος λιώνει τα χιόνια ψηλότερα και τα νερά φουσκώνουν σε βαθμό που η διέλευση μέσα από αυτά να γίνεται επικίνδυνη. Αντίθετα μ’ εμάς που σε κάποια σημεία τραβεσάραμε τις σχεδόν κάθετες πλαγιές, τ’ άλογα κινήθηκαν μέσα από την κοίτη.
Κατασκηνώσαμε σ’ ένα βράχινο πεδίο στη συμβολή του ποταμού μ’ ένα ρέμα. Ένας λαμπρός ήλιος πρόβαλλε, τον οποίο εκμεταλλευτήκαμε κάνοντας ένα παγωμένο μπάνιο και πλένοντας τα ρούχα μας. Η σημερινή πιο ξεκούραστη μέρα βοήθησε στο να ζωηρέψουν τα πρόσωπα των ταλαιπωρημένων φίλων μας. Κοιμήθηκα αργά, αρνούμενος να χορτάσω τον μαγικό έναστρο ουρανό που θαρρείς κρεμόταν πάνω απ’ το κεφάλι μου. ( Lingshet Do 3600μ ).
15η Σεπτεμβρίου
Τι ζεστή μέρα! Το Ladakh λόγω της γεωγραφικής του θέσης δεν επηρεάζεται από τους μουσώνες που μουσκεύουν κάθε χρόνο την υπόλοιπη Ινδία και παρόλο που οι χειμώνες του είναι δριμείς ( το θερμόμετρο πέφτει κάτω από τους -20ο C ) απολαμβάνει 300 ( ! ) περίπου ημέρες ηλιοφάνειας τον χρόνο. Με τον ήλιο να μας βράζει το κεφάλι, σταματήσαμε στο τελευταίο σημείο με τρεχούμενο νερό και αποκαμωμένοι ξαπλώσαμε έως ότου το πέρασμα ενός αετού μας έβγαλε από το λήθαργο!
Ένα chorten και σημαιάκια προσευχών σε χρωματισμούς που αντιπροσωπεύουν τα πέντε στοιχεία του σύμπαντος ( νερό, γη, φωτιά, αέρα, αιθέρα ) σηματοδοτούσαν εκατοντάδες μέτρα ψηλότερα το πέρασμα Barmi La ( 4600μ ). Οι δαιδαλώδεις σχηματισμοί της οροσειράς Zanskar απλώνονταν μπροστά στα εντυπωσιασμένα μάτια μας.
Αρκετά χαμηλότερα δύο γυναίκες μου προσέφεραν champa ( αλεύρι από κριθάρι ) και αλμυρό μαύρο τσάι με βούτυρο, το οποίο έβραζαν σε μια αυτοσχέδια εστία που τροφοδοτούσαν με κόπρανα γιακ. Απόγευμα πια, κατασκηνώσαμε σ’ ένα πεδίο που θύμιζε έντονα ορεινή έρημο.
Από το σημείο αυτό και για τις επόμενες τρεις μέρες η πορεία μας συναντούσε την δημοφιλή διαδρομή που κινείται στον άξονα βορράς-νότος. Ένα ρυάκι που έσκιζε στα δύο την κοιλάδα μας ανακούφισε κάπως από το λιοπύρι. Δύο φιγούρες με μεγάλα σακίδια πρόβαλαν προς το μέρος μας. Ήταν ένα ζευγάρι από την Ελβετία και στα κατασκονισμένα ρούχα και πρόσωπά τους διάβαζα την διαδρομή της επομένης. Τους κεράσαμε τσάι και κουβεντιάσαμε για ώρα αλλά μας αποχαιρέτισαν αντιστεκόμενοι στην θέα ενός ακόμη πιάτου με ρύζι και λαχανικά . ( Βάση Hanuma La 3800 μ ).
16η Σεπτεμβρίου
Ένα κομβόι με 10 άλογα πέρασε από μπροστά μας την ώρα που νυσταγμένοι ακόμη μπουκώναμε το στόμα μας με tsapati ( τηγανητό θιβετιανό ψωμί ) και μέλι. Με το καλημέρα ένας απότομος ανήφορος 800μ μας έβγαλε στο πέρασμα Hanuma La (4710m ). Ο πύρινος ήλιος έβαφε στην απόχρωση της ώχρας τα άγονα βουνά ολόγυρα και 2 γεράκια μας ζύγισαν κόβοντας μεγάλους κύκλους ψηλά πάνω απ’ το πέρασμα.
Η συνέχεια ήταν συναρπαστική. Η απότομη, τεχνική κατάβαση έσβησε σ’ ένα κατάξερο, πέτρινο φαράγγι που μετά από ώρα με έβγαλε σ’ ένα αλλόκοτο πεδίο με διάσπαρτους γρανιτένιους ογκόλιθους. Ώρες αργότερα βγήκα στην γέφυρα που σηματοδοτεί την είσοδο στο Zanskar. Σκονισμένος έως το κόκκαλο, πέταξα τα ρούχα μου και βούτηξα στο ποτάμι.
17η Σεπτεμβρίου
Η απαίσια μυρωδιά της σήψης γινόταν εντονότερη καθώς πλησίαζα. Ακριβώς πάνω στο πέρασμα Purfi La ( 3850μ ) ένα λευκό άλογο σάπιζε. Για τα όμορφα αυτά ζώα ένα σπασμένο πόδι ισοδυναμεί με θάνατο.
Σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό και άρχισε να βρέχει. Κατηφόρισα γρήγορα γλιστρώντας εδώ κι εκεί στις πέτρες ώσπου βγήκα δίπλα στην όχθη του ποταμού Zanskar και κινούμενος αντίθετα στην ροή του έφθασα στο χωριό Pidmu ( 3420μ ) και περίμενα τους φίλους μου.
« Αδερφέ στη Zangla θα σταματήσω. Δεν πάει άλλο.» Με αυτήν την φράση ο Δημήτρης επιβεβαίωσε αυτό που μέρες τώρα ενδόμυχα φοβόμουνα αλλά αρνιόμουνα να συνειδητοποιήσω. Είχε χάσει πολλά κιλά από την εξάντληση που του είχε προκαλέσει η δηλητηρίαση και παρά την φιλότιμη και παλικαρίσια προσπάθειά του… απλά δεν πήγαινε άλλο. Να τον αφήναμε μόνο και να συνεχίζαμε ούτε λόγος. Ήμασταν πολύ μακριά από την βάση μας!
Το χωριό της Zangla λοιπόν, στο οποίο λίγα χρόνια πριν έφτασε ο δρόμος, αποτέλεσε το τέλος της φιλόδοξης τραβέρσας μας. Το επόμενο πρωινό φορτωθήκαμε σε μία καρότσα και ξεκινήσαμε για την καρδιά του πρώην βουδιστικού βασιλείου του Zanskar, το Padum. Ενώ ξεμακραίναμε, το βλέμμα μου κόλλησε στα βουνά στα ανατολικά. Μια βαθιά μελαγχολία με κατέκλυσε. Και τι δεν θα ’δινα να συνεχίζαμε εκεί, στο πιο δύσκολο μέρος του σχεδίου μου, τα άγρια απομονωμένα φαράγγια του Zanskar…
Στο Padum, μία αλλόκοτη μικροσκοπική πόλη βγαλμένη από γουέστερν αλλά με φόντο τα Ιμαλάϊα, οργανώσαμε την επιστροφή μας. Ένα ταξίδι 24 ( !!! ) ωρών μέσα από κακοτράχαλους και άκρως επικίνδυνους δρόμους θα μας έφερνε στο Leh.
Στις 04:30 τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου, στο πλάι ενός ξεχαρβαλωμένου τζιπ, ένας μικρόσωμος τυπάκος μας αυτοσυστήθηκε ως οδηγός. Στριμωχτήκαμε μαζί με όλον τον εξοπλισμό μας τουρτουρίζοντας από την παγωνιά της νύχτας. Η δέσμη των προβολέων μας έσκιζε το πυκνό σκοτάδι προβάλλοντας εδώ κι εκεί, μέσα στις ερημιές βουδιστικούς βωμούς και ξωκλήσια. Το χάραμα μας χάρισε ανεπανάληπτες εικόνες και οι ακτίνες του ήλιου εκτός από τις κορυφές ζέσταναν και τις καρδιές μας
.
Κατολισθήσεις και σφοδρές χιονοπτώσεις ακόμη και το καλοκαίρι πλήττουν τον δρόμο αυτό που μένει κλειστός εννιά μήνες τον χρόνο. Ασθμαίνοντας το ξεχαρβαλωμένο μας τζιπ ανέβηκε στο χιονοσκέπαστο Pensi La ( 4401μ ), το πέρασμα που διαχωρίζει τις κοιλάδες Zanskar και Suru και πλάι μας πρόβαλλε ο παγετώνας Drang Drung. Στο χωριό Rangdum έξι ώρες αργότερα υπό την συγκλονιστική θέα των κορυφών των 7000μ Kun και Nun ξεγελάσαμε την πείνα μας με δύο γενναίες μερίδες daalbat.
Απόγευμα πια, καθώς πλησιάζαμε στο Kargil , την πρωτεύουσα της ινδικής επαρχίας Jammu & Kashmir στην οποία υπάγεται το Ladakh, το σκηνικό άλλαξε ολότελα. Εύφορες κοιλάδες και χωριά στον πυρετό της ανοικοδόμησης διαδέχτηκαν τα άγονα κι έρημα τοπία. Εδώ οι κοινωνίες είναι 100% μουσουλμανικές. Η γλώσσα, η ενδυμασία, η αρχιτεκτονική, όλα ήταν διαφορετικά απ’ όσα είχαμε δει και παρέπεμπαν περισσότερο στις χώρες του μουσουλμανικού τόξου. Το Kargil βρίσκεται ακριβώς στο μέσο του δρόμου που ενώνει το Leh με την πρωτεύουσα του Kashmir Srinagar. Μία ιδέα που άρχισε να γεννιέται στο μυαλό μου απομάκρυνε το δέλεαρ να φύγουμε δυτικά.
Η νύχτα μας βρήκε να καταπίνουμε μεγάλες ποσότητες σκόνης ενώ κινούμενοι στο χείλος του γκρεμού διασταυρωνόμασταν με αμέτρητα φορτηγά Tata. Στο τιμόνι των φορτηγών αυτών που στολισμένα σαν λατέρνες διατρέχουν κάθε γωνιά της χώρας, βλέπεις συνήθως Sikh, αναγνωρίσιμους από την γενειάδα και το τουρμπάνι που φοράνε στο κεφάλι. Οι τύποι αυτοί είναι οπαδοί της ομώνυμης θρησκείας που έχει ως γενέτειρα την περιοχή Punjab, νότια του Kashmir.
Νύσταζα πολύ αλλά δεν τολμούσα να ησυχάσω για να μην αποκοιμηθεί ο ήρωας οδηγός μας. Τα μεσάνυχτα αποκαμωμένος αποτραβήχτηκε στην άκρη του δρόμου και αυτομάτως βυθιστήκαμε για μία ώρα. Στις 04:30 ανηφορίσαμε επιτέλους προς το γνώριμο μεγάλο παζάρι του Leh. Μισή ώρα αργότερα, την ώρα που ο μουεζίνης καλούσε λίγους ( βλέπε μουσουλμάνους ) από τους κατοίκους της πόλης σε προσευχή, ένας γέρος μας έφερνε ένα τσουκάλι με ζεστό νερό για να ζεστάνουμε τα παγωμένα μας πόδια.
Το βράδυ ενώ τρώγαμε με την νέα μας γνωριμία Antonella, μια βραζιλιάνα καθηγήτρια Yoga, ανακοίνωσα στα παιδιά την πρόθεση μου να ξαναφύγω στα βουνά. Όσο λοιπόν οι φίλοι μου θα χαλάρωναν στο Leh, εγώ σκόπευα να διασχίσω την συναρπαστική αν και δημοφιλή κοιλάδα Markha. Την διαδρομή που η πλειοψηφία των πεζοπόρων καλύπτει σε έξι ημέρες ήθελα να ολοκληρώσω σε τρεις, ώστε να προλάβω την πτήση της επιστροφής μας στο Delhi.
Χαράματα λοιπόν πέρασα την γέφυρα του Ινδού και μπήκα στο μονοπάτι από μία όαση με δύο σπιτάκια, το Zinchen. Ανηφόρισα μέσα από μία μεγάλη παγετωνική κοιλάδα. Μία ταμπελίτσα και απομεινάρια από κορδόνι αλεξίπτωτου πάνω στις πέτρες στα 4550μ μαρτυρούσαν το σημείο πρώην κατασκήνωσης.
Κατά μήκος των δημοφιλών διαδρομών του Ladakh, μεγάλες σκηνές από αλεξίπτωτο στήνονται την θερινή περίοδο προσφέροντας τσάι, φαγητό αλλά και ένα σκέπαστρο την νύχτα στους διαβάτες. Στα τέλη του Σεπτέμβρη, οι περισσότερες είχαν ξεστηθεί και μόνο το βουητό του ανέμου έσκιζε εδώ την σιωπή. Έναν μήνα αργότερα, χιόνια θα κάλυπταν ολότελα τα περάσματα. Η σιλουέτα του Stok Kangri ( 6121μ ) εμφανίστηκε στα ανατολικά και παρέα με δύο σκύλους ( ! ) που έψαχναν για τροφή ( μαρμότες ) ανηφόρισα ασθμαίνοντας προς το πέρασμα Ganda La ( 4950μ).
Περπάτησα όλη μέρα. Η νύχτα με βρήκε στο χωριό Skiu ( 3435μ ) να δέχομαι τις περιποιήσεις της καλής κυρίας του σπιτιού. Μου πρόσφερε μπόλικο τσάι με κανέλα και κάρδαμο και τριπλή μερίδα φαγητού όταν γουρλώνοντας τα μάτια άκουσε από πού είχα ξεκινήσει το πρωί.
Συνεχή ανεβοκατεβάσματα που ακολουθούσαν την ροή του ποταμού Markha ήταν το χαρακτηριστικό της δεύτερης μέρας. Μακριές σειρές με πέτρες προσευχών και σωροί από κέρατα Bharal ( το απειλούμενο γαλάζιο πρόβατο των Ιμαλαϊων ) ψηλά στις πλαγιές προστατεύουν την κοιλάδα από τα κακά πνεύματα. Όχι όμως και τα ζώα από την θρυλική λεοπάρδαλη του χιονιού. Οι απόκρημνες κόψεις της κοιλάδας αυτής αποτελούν τον φυσικό της βιότοπο και συντηρούν τον μεγαλύτερο πληθυσμό που απαντάται στην άγρια φύση.
Το βράδυ στο χωριό Hankar ( 3980μ ), μετά από οκτώμισι ώρες πορείας μελέτησα την διαδρομή της επόμενης μέρας στον χάρτη, ενημέρωσα για μία ακόμη φορά το ημερολόγιο μου κι έσβησα τον φακό μου. Ήμουν κουρασμένος αλλά χαρούμενος.
Στις 07:20 το πρωί της 24ης ξεκίνησα για το τελευταίο μέρος. Ένας σταθερός ανήφορος με οδήγησε στα εκτεταμένα υψίπέδα του Nimaling στα 4730μ.
Βοσκοί από το Hankar οδηγούν το καλοκαίρι τα κοπάδια τους στα ψηλά αυτά ανεμοδαρμένα βοσκοτόπια. Ξάπλωσα πάνω στο χορτάρι στην όχθη μιας μικροσκοπικής αλπικής λιμνούλας και θαύμασα τον χιονισμένο όγκο του Kangyaze ( 6400μ ) που λαμπύριζε δίπλα. Πήρα τον τελευταίο ανήφορο. Μία ώρα μετά απολάμβανα ένα εκπληκτικό πανόραμα 360ο στο πέρασμα Kongmaru La ( 5150μ ).
Κοίταξα για τελευταία φορά πίσω μου τις άγριες κόψεις της οροσειράς Zanskar. Από το μυαλό μου πέρασαν σαν αστραπή οι εμπειρίες που έζησα αυτές τις 3 εβδομάδες, τις οποίες μέσα σε δύο αράδες είναι αδύνατο να συμπυκνώσω. Αφουγκράστηκα. Θυμήθηκα για μια ακόμη φορά τα λόγια του γέρου. Μια ευφορία πλημμύρισε την καρδιά μου και ξεχύθηκα τρέχοντας στον κατήφορο παρά τα 16 κιλά που ζύγιζε το σακίδιό μου. Ένιωθα σαν αγρίμι!
Το επόμενο πρωί αντάμωσα τους φίλους μου και μαζί συνεχίσαμε το υπέροχο αυτό ταξίδι νότια στον Γάγγη και την μυθική Benares, το κέντρο του ινδουιστικού σύμπαντος. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία….