Ο ήλιος έσβησε στο βάθος του ατελείωτου ορίζοντα. Ο παγωμένος αέρας γύρισε ανατολικός και δυνάμωσε, χτυπώντας με μανία τα τοιχώματα της πορτοκαλί σκηνής μας, της μόνης φανταχτερής κουκίδας σ´αυτόν τον τραχύ κι αφιλόξενο τόπο. Αργά -αλλά σταθερά- το σκοτάδι κάλυψε τον ουρανό κι έγινε ένα με το μαύρο της κρύας ερήμου! Φορώντας ότι είχα και δεν είχα έμεινα έξω για ώρα, ανήμπορος να χορτάσω το βουητό του ανέμου και την αίσθηση της απομόνωσης. Δεν υπήρχε κανένα άλλο μέρος στον κόσμο που θα ευχόμουν να βρίσκομαι τώρα.
-«Έλα δικέ μου ν´ακούσουμε τις μουσικές μας! »
ακούστηκε η φωνή του Αργύρη μέσα από τη σκηνή, που έτσι όπως την υποστηρίξαμε κάλλιστα θα άντεχε ανέμους 100+km/h.
Χώθηκα μέσα στο ζεστό μου υπνόσακο κι αφού βολεύτηκα, έβαλε στο κινητό του μια Κέλτικη μελωδία, παίζοντας έτσι την τελευταία πράξη της ημερήσιας ρουτίνας μας. Κουρασμένοι όπως ήμασταν, κοιμηθήκαμε βαθιά. Σήμερα – όπως χθες, προχθές, παρά προχθές κοκ – καλύψαμε άλλα 40+ χιλιόμετρα στη μεγαλύτερη έρημο της Ευρώπης…
Τον Αύγουστο του 2017 ταξίδεψα παρέα με τον Αργύρη Βαμβακίτη στην Ισλανδία με στόχο την πεζοπορική της διάσχιση από το βορειότερο στο νοτιότερο άκρο (~600km) με Πλήρη Αυτονομία!
Η Ισλανδία βρίσκεται ακριβώς πάνω στο μέσο-ωκεάνιο ρήγμα του Ατλαντικού, το οποίο διαχωρίζει την τεκτονική πλάκα της Ευρασίας από αυτή της Βορείου Αμερικής και κατά συνέπεια είναι μια από τις πιο ενεργές γεωλογικά και ηφαιστειακά περιοχές του πλανήτη! Η ιδέα μιας μεγάλης περιπλάνησης στην ακατέργαστη φύση αυτού του τόσο ξεχωριστού νησιού μας μαγνήτισε από την στιγμή της σύλληψης της κιόλας!
Το δίμηνο που προηγήθηκε του ταξιδιού περάσαμε ατελείωτες ώρες σχεδιάζοντας τη διαδρομή στο χάρτη, επιλέγοντας προσεκτικά κάθε μέρος του εξοπλισμού και της διατροφής μας και κρατώντας βέβαια τη φυσική μας κατάσταση σε ικανοποιητικό επίπεδο. Το δίμηνο αυτό πέρασε γρήγορα!
20 Αυγούστου 2017
Φάρος Hraunhafnartangi, Βόρεια Ισλανδία
Ήταν ήδη απόγευμα όταν φθάσαμε στο φάρο. Δυο πτήσεις, δυο λεωφορεία και δυο ώρες ποδαρόδρομος μας μετέφεραν από τη ζέστη της Ελλάδας σε μια άλλη «καλοκαιρινή» πραγματικότητα. Εδώ, στο απώτατο βόρειο άκρο της Ισλανδίας- μια ανάσα από τη νοητή γραμμή του Αρκτικού κύκλου- κρύοι αέρηδες και βροχή μας καλωσόριζαν και την αλλαγή αυτή τη δεχθήκαμε με ευχαρίστηση, όντας ανυπόμονοι να ξεκινήσουμε τη μεγάλη μας πορεία προς το νότο.
Και ξεκινήσαμε, φορτωμένοι με 27κιλα «ασήκωτα» σακίδια γεμάτα εξοπλισμό, ρουχισμό και τρόφιμα για 15 μέρες. Τα θαλασσοπούλια έκοβαν βόλτες στον γκρίζο ουρανό και οι φωνές τους -όπως και η μυρωδιά του θαλασσινού ιωδίου- μας συντρόφευσαν για τα πρώτα χιλιόμετρα κατά μήκος της ακτής, δίπλα στο παχύ στρώμα από αφρό και φερτές ύλες που ξεβράζει αδιάκοπα η θάλασσα της Γροιλανδίας.
Κάπως έτσι αρχίσαμε να προωθούμαστε προς την ενδοχώρα. Αγροτικοί δρόμοι έδωσαν τη θέση τους σε απλά ίχνη από τροχοφόρα κι όταν αυτά έσβησαν τελείως κινηθήκαμε cross country – με οδηγό την πυξίδα και σταθερά νότια πορεία – σε μια φαινομενικά ατελείωτη τούνδρα. Το βάρος ήταν όντως πολύ, αναγκάζοντας μας σε συχνά διαλείμματα και σχεδόν μονοπωλούσε τη σκέψη μας σε βαθμό που να μην απολαμβάνουμε όσο θα έπρεπε το περιβάλλον γύρω μας.
Εξαίρεση αποτελούν σίγουρα οι αρκτικές αλεπούδες που εντόπισε ο Αργύρης να παίζουν σε απόσταση 300 μέτρων από εμάς, στη βάση από τα βράχια του Núpar !
Το μεγάλο φαράγγι
Περνώντας τη γέφυρα του ποταμού Jökulsá αντικρίσαμε το σμιλεμένο από τις αρχέγονες δυνάμεις της φωτιάς, του νερού και του πάγου πεταλοειδές φαράγγι Ásbyrgi . Η σκανδιναβική μυθολογία έχει βέβαια άλλη άποψη, αποδίδοντας τη δημιουργία του στο πάτημα του οκτάποδου μυθικού αλόγου του Όντιν, με το οποίο άφησε το σημάδι του στη Γη. Σκαρφαλώσαμε τον ανατολικό του τοίχο και θαυμάσαμε από ψηλά το πραγματικά εξωτικό για την Ισλανδία δάσος από κωνοφόρα και σημύδες που υπήρχε στον πάτο του.
Το φαράγγι αυτό δεν ήταν παρά μόνο το βόρειο άκρο ενός εντυπωσιακότατου φαραγγιού, του Jökulsárgljúfur. Αυτό το «ευρωπαϊκό Grand Canyon », προϊόν μιας σειράς κατακλυσμικών παγετωνικών πλημμύρων, μας γοήτευσε από την πρώτη στιγμή με την αγριάδα του αλλά και τους υπέροχους βράχινους σχηματισμούς από βασάλτη.
Από την άλλη, αμέτρητες πηγές και καταρρακτάκια – που τροφοδοτούσαν από παντού το ορμητικό ποτάμι – του προσέδιδαν με τη σειρά τους έναν πιο ήρεμο τόνο καθώς προωθούμασταν μέσω του καλογραμμένου μονοπατιού έως το μισοσκόταδο.
Το βράδυ εκείνο (τρίτο) ο Αργύρης παρατήρησε πως είχαν δημιουργηθεί ήδη μεγάλες φουσκάλες και στα δυο του πέλματα, τις οποίες και περιποιήθηκε όσο καλύτερα μπορούσε.
Το πρωί, με την πρώτη ευκαιρία απλώσαμε τον εξοπλισμό μας να στεγνώσει και φουλάραμε τα υδροδοχεία μας στην τελευταία πηγή που θα συναντούσαμε για την ημέρα. Όσο προχωρούσαμε το κλίμα γινόταν ξηρότερο και το τοπίο όλο και πιο άγονο αλλά άκρως γοητευτικό.
Σε αυτό το σχεδόν σεληνιακό τοπίο το σπρέι του Dettifoss, του ισχυρότερου καταρράκτη της Ευρώπης, υψωνόταν δεκάδες μέτρα ψηλά και ήταν ορατό από χιλιόμετρα μακριά. Όσο πλησιάζαμε η βοή του ακουγόταν όλο και πιο πολύ κι όταν πια σταθήκαμε κοντά του έγινε εκκωφαντική. Η θέα του όμως ήταν πραγματικά από αυτές που θυμάσαι για πάντα και είναι τόσο δύσκολο να περιγράψεις με λόγια!
Προς τη λίμνη Myvatn
Αφήνοντας για τα καλά πίσω τον καταρράκτη και τους τουρίστες του – οι οποίοι έδειχναν τόσο ξένοι στη μοναχική μας πορεία – συνεχίσαμε νοτιοδυτικά. Η μέρα ήταν περίφημη. Ήταν όλα τόσο ήσυχα ξανά που το βαρύ πάτημα μας στο χώμα ήταν το μόνο που έσπαγε τη σιωπή.
Το βράδυ στήσαμε σε ένα πεδίο λάβας κι εκμεταλλευτήκαμε την καλοκαιρία τρώγωντας και συζητώντας έξω από τη σκηνή. Ο Αργύρης μου ανέφερε πως οι φουσκάλες τον ενοχλούσαν πολύ. Ήταν η 1η φορά – ever – που τον άκουγα να παραπονιέται για κάτι και δεν το πήρα για καλό σημάδι !
Η διαδρομή που είχαμε χαράξει ακολουθούσε σχεδόν στο σύνολο της το (μη ορατό) μέσο-ωκεάνιο ρήγμα, οπότε ήταν απόλυτα λογικό πως κάθε τύπου γεωλογικά θαύματα απλώνονταν στο διάβα μας. Σειρά είχε ένα γεωθερμικό πεδίο στη σκιά του ηφαιστείου Krafla.
Έντονη μυρωδιά από θειάφι γέμιζε την ατμόσφαιρα. Οι διάσπαρτοι κρατήρες με κοχλάζουσα λάσπη κι ο ατμός που αναδυόταν με πίεση από σχισμές της γης δημιουργούσαν ένα σκηνικό βγαλμένο από σκοτεινά παραμύθια. Κάπως έτσι δεν φαντάστηκαν άλλωστε οι προγενέστεροι άνθρωποι την «Κόλαση»;
Μεσημέρι πια φθάσαμε στην πελώρια λίμνη Myvatn, της οποίας και διασχίσαμε την ανατολική όχθη προς το νότο. Οι σκνίπες ( midges ) από τις οποίες έχει πάρει και το όνομα της, δεν μας ενόχλησαν ιδιαίτερα, μιας και ο αέρας τις κρατούσε μακριά. Παχουλά πρόβατα έβοσκαν στα βρύα -που είχαν καλύψει ένα παλιό πεδίο λάβας- και πλήθος από πάπιες έδιναν ζωή σ´αυτόν τον ιδιαίτερο υδροβιότοπο με τα μικροσκοπικά νησάκια-ηφαίστεια.
Το νερό μου έφθανε οριακά το βράδυ για το μαγείρεμα, καθώς της λίμνης Gaesavatn που τσεκάραμε πριν κατασκηνώσουμε, μόνο για πόση δεν ήταν. Σύμφωνα με το χάρτη ένα ποτάμι κυλούσε δυο χιλιόμετρα ανατολικά μας αλλά ήμουν κουρασμένος και άφησα το φουλάρισμα των υδροδοχείων για την επομένη.
Η έρημος Odadahraun
Καθώς αφήσαμε για τα καλά πίσω τις λίμνες το κλίμα έγινε πολύ ξηρό και το πεδίο εξαιρετικά τραχύ και άγονο.Έχοντας πάντα τα ηφαίστεια για σημεία αναφοράς ( στην προκειμένη περίπτωση το Sellandafjall στα αριστερά μας ) συνεχίσαμε νότια.
Μπαίναμε στην υποαρκτική ηφαιστειακή έρημο Odadahraun, τη μεγαλύτερη έρημο της Ευρώπης και – όπως διαπίστωσα στις μέρες που ακολούθησαν – ένα από τα πιο απόκοσμα και γοητευτικά μέρη που έχω περιπλανηθεί μέχρι τώρα. Τόσο απόκοσμο, που η NASA είχε στείλει εκεί τους αστροναύτες της για εκπαίδευση πριν την αποστολή στη Σελήνη.
Σε αυτό το πανομοιότυπο τοπίο μου ήταν δύσκολο να υπολογίσω τις αποστάσεις με το μάτι και συχνά ξεγελιόμουν. Όταν υπήρχε καλή ορατότητα, ένα αντικείμενο ( π.χ. βράχος ) που φαινόταν πως απείχε μερικές εκατοντάδες μέτρα ήταν στην πραγματικότητα χιλιόμετρα μακριά αλλά και το αντίθετο.
Όποτε κινούμασταν cross country μέσα από τη λάβα η πρόοδος ήταν αργή και σε κάποιες περιπτώσεις πρακτικά αδύνατη, καθώς ενώ στην αρχή μπορούσε να φαίνεται στρωτή και εύκολη, αλλεπάλληλες εκροές σε σημεία την είχαν μετατρέψει σε δαιδαλώδη και απροσπέλαστη.
Αντ´ αυτού ακολουθήσαμε κατά βάση «ίχνη» από τροχοφόρα (θηριώδη Jeep) που ήταν πότε ευκρινή και πότε ανύπαρκτα.
Το τοπίο ήταν τόσο εξωτικό που μπορώ να καταλάβω απόλυτα γιατί οι ντόπιοι δημιούργησαν θρύλους (ιστορίες με τρολ και ξωτικά) για να εξηγήσουν την προέλευση του. Τα τρολ – σύμφωνα με την ισλανδική παράδοση – γίνονταν πέτρες μόλις έρχονταν σε επαφή με το φως του ήλιου. Οπότε δεν είναι περίεργο ότι πολλοί από τους πιο εντυπωσιακούς πυλώνες λάβας θεωρούνταν άτυχα τρολ.
Κι όπου δεν υπήρχε λάβα υπήρχαν αμέτρητες πέτρες κάτω από τη μαλακή άμμο σε διαφορετικά μεγέθη και σχήματα, σαν κι αυτές που ξεθάβαμε κάθε απόγευμα για να θωρακίσουμε τη σκηνή μας από τους ανέμους.
Ο Αργύρης την 1η μέρα στην έρημο ήταν φανερά καταβεβλημένος. Όλο το προηγούμενο βράδυ δεν είχε κλείσει μάτι από τον πόνο. Οι φουσκάλες ( κυρίως του δεξιού του ποδιού ) είχαν μετατραπεί σε πληγές που όλο και μεγάλωναν κι έδειχναν πιο άσχημα. Καθώς κούτσαινε -δυο μέρες τώρα- είχαν προκληθεί ανισορροπίες. Ο περονιαίος κι οι τένοντες των δακτύλων είχαν πρηστεί και κούτσαινε πια και με το άλλο του πόδι. Ο πόνος -όπως έλεγε – ήταν οξύς και σε κάθε βήμα. Είχε αλλοιωθεί η έκφραση του προσώπου του!
Όταν πια προσεγγίσαμε την πηγή του ποταμού Suðurá – που ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ανάβλυζε κάτω από τη λάβα – μου ζήτησε να κατασκηνώσουμε επί τόπου. Μετά βίας περπατούσε!
Ήταν τόσο απογοητευμένος και γνωρίζοντας πόσο ήθελα – όπως κι αυτός – να τα καταφέρουμε μου είπε με ήρεμη φωνή:
«-Φίλε δεν γίνεται να συνεχίσω. Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να κάνω βήμα. Δεν μπορώ να φανταστώ πως γίνεται να συνεχιστεί αυτό για άλλα 400 km. Θα κουτσαθώ τελείως! Εσύ όμως μην το παρατάς! Θα στενοχωρηθώ περισσότερο! Πάρε τη σκηνή και συνέχισε! »
Όσοι ξέρουν τον Αργύρη γνωρίζουν πόσο σκληρός είναι! Για να το πει αυτό η κατάσταση είχε μάλλον φθάσει στο απροχώρητο. Προσπάθησα να τον καθησυχάσω, λέγοντας του αυτό που πραγματικά πιστεύω, πως – παρά την προσήλωση στο στόχο – όλα είναι εμπειρίες και μέσα από αυτές μαθαίνουμε και προχωράμε. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον άφηνα και να συνέχιζα μόνος. Αυτή τη διάσχιση την ξεκινήσαμε παρέα κι έτσι θα την ολοκληρώναμε είτε εκεί ( αν αποφασίζαμε να δώσουμε ένα τέλος ), είτε λίγο παραπέρα, είτε 400 km μακριά, στη θάλασσα. Αρκεί να δεχόταν να αναπαυθεί μια μέρα και μετά ας αποφασίζαμε. Νερό και τρόφιμα είχαμε, κατάλυμα επίσης, ακόμη και χρόνο. Αρκεί να το προσπαθούσε!
Έτσι κι έγινε. Η επομένη ήταν ημέρα ξεκούρασης και πέρασε νωχελικά μέσα στη σκηνή μιας και έβρεχε όλη μέρα. Η ξεκούραση μας έκανε καλό, χαλαρώνοντας τους κουρασμένους μας μύες. Ακόμη και τα πέλματα του Αργύρη ανακουφίστηκαν αρκετά.
«-Εσύ αποφασίζεις φίλε! Προτείνω να το δοκιμάσεις κι όπου φθάσουμε!»
«-ΟΚ Δημήτρη, αν και δίνω 1/1000 πιθανότητα!»
Καταλάβαινα πως δεν ήταν και τόσο ευοίωνα τα πράγματα για τη συνέχιση της προσπάθειας μας. Είχαμε καλύψει μόλις το 1/3 της διαδρομής (ακριβώς 200 km σύμφωνα με το GPS του Αργύρη ). Πώς θα προλάβαιναν να ανακάμψουν τα πόδια του μετά από 40 km καθημερινά με βάρος και για 10 ακόμη μέρες στη σειρά;
Ήξερα όμως με ποιον είχα να κάνω και ήμουν κάτι παραπάνω από βέβαιος πως θα έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια!
Κι έτσι κινήσαμε ξανά, όλο και πιο νότια σε ένα άκρως σεληνιακό τοπίο προς το ηφαίστειο Askja . Το πεδίο λάβας διαδέχθηκε μια πελώρια έκταση μαύρης ηφαιστειακής άμμου.
Συνεχείς ριπές κόντρα ανέμου μας χτύπησαν με δύναμη καθώς μπαίναμε σ´ένα φαράγγι στη σκιά του ηφαιστείου. Η διάμετρος του τελευταίου ήταν τεράστια!
Έτσι, σαν δυο μοναχικές κινούμενες κουκίδες στο πουθενά, συνεχίσαμε να ταξιδεύουμε στην απεραντοσύνη της Ισλανδικής ενδοχώρας.
Ο Αργύρης κάθε μέρα – από τα πρώτα κιόλας χιλιόμετρα – υπέφερε. Δεν χρειαζόταν να τον ρωτήσω, να πει το οτιδήποτε. Το πρόσωπο του ήταν σκοτεινό και τα έλεγε όλα! Βρισκόταν σε ένα παράλληλο σύμπαν. Κι ήταν πραγματικά ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟΣ έτσι όπως συνέχιζε υπερβατικά, δεχόμενος πόνο σε κάθε βήμα. Σε κάθε βήμα!
Η ηρεμία, η υπομονή και η αυταπάρνηση με την οποία το διαχειριζόταν ήταν αξιοθαύμαστη! Και κάθε βράδυ έλεγχε την κατάσταση των ποδιών του που μόνο βελτίωση δεν έδειχναν. Πάντα συγκρατημένος, έλεγε πως θα προσπαθήσει και την επομένη. Όσο πάει!
Εμείς οι άνθρωποι έχουμε το συνήθειο σε στρεσογόνες καταστάσεις να απογυμνωνόμαστε, βγάζοντας συνήθως τον χειρότερο μας εαυτό κι ο Αργύρης, με την παροιμιώδη του ηρεμία και ευγένεια, επιβεβαίωνε για ακόμη μια φορά την σπάνια ποιότητα του χαρακτήρα του.
Το «Άλλος να ήταν θα τα είχε παρατήσει 100 φορές μέχρι τώρα!» πρέπει να το σκέφτηκα τουλάχιστον ισάριθμες φορές.
Η ηφαιστειακή άμμος έμπαινε παντού. Στο εσωτερικό της σκηνής, στα ρούχα μας, σε κάθε αντικείμενο του εξοπλισμού μας, στα μαλλιά και το πρόσωπό μας, ακόμη και στις οδοντόβουρτσες μας. Παντού! Κι όταν ήταν υγρή δεν έφευγε με τίποτα. Μα δεν μας ενοχλούσε! Είχε γίνει μέρος της καθημερινότητας μας!
Ένα απόγευμα σ´ένα στιγμιαίο άνοιγμα του καιρού είδαμε έναν πελώριο άσπρο όγκο στα νότια. Ήταν ο Vatnajokull, ο μεγαλύτερος παγετώνας της Ευρώπης με τον οποίο θα κινούμασταν παράλληλα για τουλάχιστον 150 χιλιόμετρα. Παρόλα αυτά δεν τον ξανάδαμε παρά ελάχιστες στιγμές!
Κι αυτό γιατί ήρθαν μέρες γκρίζες και υγρές. Ο ουρανός ήταν γκρίζος, η γη ήταν γκρίζα, η διάθεση ήταν γκρίζα. Παγωμένη βροχή και χαλάζι ερχόντουσαν κατά κύμματα και δεν υπήρχε το παραμικρό σημείο να απαγκιάσουμε για λίγο. Σιωπηλοί – καθένας κλειδωμένος στις σκέψεις του – συνεχίζαμε όλη μέρα μ´ένα δεκάλεπτο διάλειμμα. Και το τοπίο ήταν τόσο μονότονο κι απαράλλαχτο που ήταν σαν να μην είχαμε κάνει βήμα εμπρός όλη μέρα.
Κάθε τόσο έπρεπε να περάσουμε ένα ποτάμι, από αυτά που τρέφονται από τον παγετώνα. Τα παγωμένα αυτά περάσματα δεν ήταν τόσο ορμητικά κι επικίνδυνα όσο αρχικά υπολογίζαμε, πιθανότατα λόγω ενός όχι ιδιαίτερα «θερμού» καλοκαιριού.
Όλα εκτός από ένα! Ήταν απόγευμα και το νερό ήταν αρκετά πάνω από το γόνατο – τόσο που αναγκαστήκαμε να βγάλουμε τα παντελόνια μας – και τόσο θολό κι ορμητικό ώστε να δοκιμάσει την ψυχραιμία μας. Είμασταν μάλλον αστεία εικόνα μόνο με τα εσώρουχα από κάτω κι από πάνω φασκιωμένοι με τρεις στρώσεις ρούχα. Τελικά όλα πήγαν καλά.
Κάθε βράδυ μέσα στο μικροσκοπικό κινούμενο καταφύγιο μας μασουλούσαμε αργά τις τελευταίες από τις 3000 θερμίδες που είχαμε για την ημέρα.
Ο Αργύρης ψωμί και φυτικά βούτυρα με μελάσσα κι εγώ δυο χορτοφαγικές μερίδες αποστολών που μαζί με δυο μπαράκια και δυο χούφτες ξηροκάρπια ήταν ότι έτρωγε καθένας μας κάθε μέρα. Με τόσο περπάτημα ( 10-12 ώρες/ημέρα ) καίγαμε πολύ περισσότερες θερμίδες κι αυτά δεν μας έφθαναν ούτε για δείγμα!
Από την άλλη όμως, κάθε βράδυ το σακίδιο ζύγιζε 650 γραμμάρια λιγότερο κι αυτό ήταν καλό. Και κάθε βράδυ μελετούσαμε τη διαδρομή της επομένης στο χάρτη. Και καθώς οι μέρες και τα χιλιόμετρα κυλούσαν, ο ένας τοπογραφικός χάρτης ( από τους επτά ) διαδεχόταν τον άλλον. Κι είχαν μείνει μόνο δυο, κι αυτό ήταν επίσης καλό.
Κι ήταν η μέρα με τον χειρότερο καιρό, που ανεβήκαμε και κατεβήκαμε ένα πέρασμα και παρόλα αυτά δεν είδαμε τίποτα όπου αργά το απόγευμα φάνηκε – σαν ψέμα- ν´ανοίγει ο ορίζοντας προς την κατεύθυνση της πορείας μας. Η ψυχολογία άλλαξε αμέσως και επιταχύναμε το ρυθμό μας προς τη διαφαινόμενη καλοκαιρία. Χαρούμενοι στήσαμε το αντίσκηνο και μείναμε να παρακολουθούμε το πολύχρωμο ηφαίστειο Tungnafell και τον παγετώνα του που αποκαλύπτονταν μέσα από τα σύννεφα. Ένα ήταν σίγουρο! Το πιο απομονωμένο – απόλυτα γκρίζο – κομμάτι ήταν πλέον πίσω μας!
Οι άγονες εκτάσεις εξακολούθησαν να κυριαρχούν στο τοπίο αλλά από εδώ και πέρα το υδάτινο στοιχείο και πράσινες λωρίδες γης – έστω και στενές – έκαναν όλο και πιο τακτικά την εμφάνιση τους.
Ο καιρός βελτιώθηκε αισθητά. Έχοντας έναν άλλο πελώριο παγετώνα, τον Hofsjokull στα βορειοδυτικά μας, διασχίσαμε – μέσω ενός χωματόδρομου – ατελείωτες αμμώδεις εκτάσεις έως τη λίμνη Porisvatn.
Από εκεί κόψαμε νότια βλέποντας επιτέλους ένα συγκρότημα βουνών να προβάλει μέσα από τα σύννεφα. Έτσι φθάσαμε να κατασκηνώνουμε σε ένα πεδίο λάβας, μόλις 23 km βόρεια του Landmannaulaugar. Πλέον δεν μας σταματούσε τίποτα!
Το Laugavegur
Τα σακίδια μας ζύγιζαν πια μόνο 16-17 κιλά και η πρόοδος μας ήταν ταχεία προς αυτόν τον εξαιρετικά δημοφιλή «γεωθερμικό παράδεισο» με τις θερμές πηγές. Πεζοπόροι από όλο τον κόσμο έρχονται τους καλοκαιρινούς μήνες εδώ, καθώς αποτελεί την αφετηρία-τερματισμό του Laugavegur, της πιο δημοφιλούς πολυήμερης πεζοπορικής διαδρομής στο νησί και ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΑ μιας από τις πιο εντυπωσιακές του πλανήτη.
Ένα χρόνο πριν είχα περπατήσει τη διαδρομή με τη σύντροφο μου ( video εδώ ) και έμεινα τόσο εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της και την εκπληκτική εναλλαγή τοπίων που προσφέρει που θεώρησα πως κι ο φίλος μου δεν έπρεπε να τη χάσει με τίποτα.
Έτσι μπήκαμε στο μονοπάτι … με φόρα κι αρχίσαμε να καλησπερίζουμε και να προσπερνάμε τους πεζοπόρους με τα καθαρά και καινούργια τους ρούχα, αναρωτιόμενοι τι εντύπωση θα τους είχαμε κάνει με την εμφάνιση μας.
Ανηφορίσαμε τις πολύχρωμες πλαγιές από ρυόλιθο της Brennisteinsalda και βγήκαμε σε ένα πλατό γεμάτο οψιδιανό κι από εκεί σε ένα ακόμη γεωθερμικό πεδίο.
Η βροχή που μαινόταν από το πρωί σταμάτησε κι η ομίχλη άρχισε να υποχωρεί δημιουργώντας απίστευτα παιχνιδίσματα με το φως του ήλιου.
Μια σειρά από έντονα διαβρωμένες πλαγιές μας έβγαλε σε ένα πέρασμα από όπου το μάτι χανόταν σε μια κοιλάδα με διάσπαρτα ηφαίστεια.
Κατασκηνώσαμε στην όχθη της λίμνης Álftavatn, στο ίδιο σημείο ακριβώς όπως είχα κάνει ένα χρόνο πριν με τη Σία ! Το έντονο υψομετρικό προφίλ κάθε άλλο παρά μας κούρασε. Ήμασταν πάλι στο στοιχείο μας!
Την επομένη συνεχίσαμε να προωθούμαστε σ´αυτό το παραμυθένιο – συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον – σε ρυθμό “fast forward”.
Σειρά είχε μια πεδιάδα μαύρης τέφρας, την οποία διαδέχθηκε ένα ακόμη εντυπωσιακό φαράγγι.
Έως και η ψηλή βλάστηση (σημύδες) έκανε την επανεμφάνιση της μετά από … 400km, σχηματίζοντας κανονικό δάσος στην όμορφη παγετωνική κοιλάδα του Þórsmörk !
Πέρασμα Fimmvörðuháls
Το δελτίο της πρόγνωσης, που ήταν αναρτημένο έξω από το παρακείμενο καταφύγιο, έδινε επιδείνωση του καιρού από το βράδυ και για τις δυο επόμενες μέρες. Έτσι, παρά το ότι ήταν ήδη απόγευμα, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε προς το πέρασμα Fimmvörðuháls. Ανυπομονούσαμε να φθάσουμε την επόμενη μέρα στη θάλασσα!
Το εν λόγω πέρασμα βρίσκεται ανάμεσα στον παγετώνα Mýrdalsjökull και το ηφαίστειο Eyjafjallajökull, που όταν εξερράγη το 2010 είχε παραλύσει ( λόγω της τέφρας ) για μια εβδομάδα τις εναέριες μεταφορές της Ευρώπης.
Έτσι περάσαμε τον Krossa ( δωδέκατο και τελευταίο πέρασμα ποταμού αν θυμάμαι καλά ) κι αρχίσαμε να ανηφορίζουμε γρήγορα τις απότομες καταπράσινες πλαγιές του φαραγγιού . Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του “pace master” Αργύρη θα φθάναμε μαζί με το σκοτάδι. Στην κόψη πια ο αέρας λυσσομανούσε, φέρνοντας σχεδόν οριζόντια βροχή στα πρόσωπα μας.
Διασχίσαμε ένα σεληνιακό οροπέδιο κι ανεβήκαμε τα τελευταία μέτρα για το πέρασμα στο σκοτάδι. Κατασκηνώσαμε στα ριζά ενός νεότατου ( 7χρονου) κρατήρα, που προσέφερε κατά κάποιο τρόπο μια προστασία από τους ανέμους. Ήμασταν μουσκεμένοι μέχρι το κόκκαλο!
Με το πρώτο φως ξεστήσαμε. Η ομίχλη ήταν πολύ πυκνή και χάρη στη βοήθεια του GPS βρήκαμε το δρόμο μας μέσα από εκτεταμένες χιονούρες και ηφαιστειακές μοραίνες.
Στη συνέχεια – έχοντας ήδη χάσει αρκετό υψόμετρο – ακολουθήσαμε τη ροή του ποταμού Skógá, σταματώντας κάθε τόσο για να θαυμάσουμε κάποιον από τους 26 εκπληκτικούς καταρράκτες του καταπράσινου φαραγγιού του.
Η θάλασσινή αύρα μας συντρόφευσε στα τελευταία άχαρα – μα περιέργως εξαγνιστικά – χιλιόμετρα στο πλάι της ασφάλτου.
4 Σεπτεμβρίου 2017
Ακτή Dyrhólaey, Νότια Ισλανδία
Λίγες δεκάδες μέτρα έμειναν. Μέχρι και η βροχή σταμάτησε. Βλέπω τα ωκεάνια κύμματα που σκάνε στα βράχια και χύνονται στη μαύρη παραλία! Φθάσαμε!
Κλείνω τα μάτια και μου έρχονται όλα ξανά:
Το κρυστάλλινο νερό που αναβλύζει κάτω από τη λάβα, το συνεχές βουητό του αέρα, τους ανοιχτούς ορίζοντες, τη σκηνή να πάλλεται, τη νοστιμιά που έχουν τα ψίχουλα μιας μπάρας…
Ο χρόνος διαστέλλεται! Όπως είπε κι ο καλός μου φίλος, ο Αργύρης:
«Βαθιά πλήρωση! Χαρά!»
Στα επόμενα…