Αναζητώντας το ανεμοδαρμένο Ακρωτήρι!
Μούχλα!
Βρέχει για τρίτη μέρα στη σειρά. Τα βρύα, οι πέτρες, ο αέρας που αναπνέουμε, τα πάντα είναι μουσκεμένα και υγρά. Νερά κυλούν από κάθε πιθανή έξαρση του εδάφους και σε κάθε βήμα τα πόδια μας βυθίζονται στην καλύτερη μέχρι τους αστραγάλους!
Εδώ, στους ατελείωτους βαλτότοπους κατά μήκος της δυτικής ακτογραμμής της Σκωτίας, το τοπίο δεν προσφέρει την παραμικρή φυσική προστασία. «Συστημένες» θυελλώδεις ριπές κατευθείαν από τον Ατλαντικό μας ποτίζουν τα πρόσωπα με οριζόντιες υγρές βελόνες.
Με τόσες «παγίδες» ολόγυρα αλλά και την ομίχλη που έχει σφίξει για τα καλά, προσέχουμε κυριολεκτικά την κάθε μας δρασκελιά. Ελέγχουμε με τα μπατόν αν το έδαφος μπροστά μπορεί να στηρίξει το βάρος μας. Το ένα πόδι ακολουθεί το άλλο μα ξαφνικά βουλιάζω έως τους μηρούς σε έναν τυρφώνα. Με προσπάθεια αλλά και ήρεμες κινήσεις -σαν να είμαι παγιδευμένος σε κινούμενη άμμο- καταφέρνω τελικά να σηκωθώ.
Παρατηρώ τα χάλια μου. Το παντελόνι μου καλύπτεται από μια παχιά στρώση από σπογγώδη βρύα που μοιάζουν .. κάπως. Ο Αργύρης, λίγα μέτρα παραπέρα, δεν μου δίνει κι ιδιαίτερη σημασία και παλεύει με μισόκλειστα μάτια να πάρει μια ακριβή διόπτευση προς τα ΒΔ.
Συνεχίζουμε… πάντα προς τα ΒΔ κι έναν φάρο που του έχουμε ήδη δώσει μορφή στη φαντασία μας!
————————
Στα τέλη Μαίου του 2019 ταξίδεψα στα highlands της Σκωτίας – παρέα με τον «συνήθη ύποπτο» Αργύρη Βαμβακίτη – με στόχο την γνωριμία με αυτήν την γοητευτική γωνιά του κόσμου μέσω της διάσχισης του περίφημου Cape Wrath Trail, της σκληρότερης κατά γενική ομολογία πεζοπορικής διαδρομής στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Πρόκειται για μια ανεπίσημη διαδρομή 370 χιλιομέτρων που στερείται παντελώς σηματοδότησης αλλά και μονοπατιών για μεγάλα σκέλη και διατρέχει τα πιο όμορφα και απομονωμένα τοπία των highlands για να καταλήξει στο ΒΔ άκρο της Μεγάλης Βρετανίας, τον ανεμοδαρμένο φάρο του Ακρωτηρίου Wrath !
Fort William
Στην χτισμένη στους πρόποδες του Ben Nevis κωμόπολη έφθασα βράδυ και μέσα στην αντάρα με το λεωφορείο των 18:30 από τη Γλασκώβη. Ο Αργύρης, που είχε περάσει ήδη μια εβδομάδα στα βουνά της περιοχής, με υποδέχθηκε στο camping με ζεστή σούπα και δυο κουβέντες που συνόψιζαν την μέχρι εκείνη τη στιγμή εμπειρία του:
«Φίλε μιλάμε για νερό, όχι αστεία!»
Το επόμενο πρωί λοιπόν, φορτωθήκαμε τα σακίδια με τον εξοπλισμό μας και προμήθειες για τα μισά του ταξιδιού (5 ημερών) και κατεβήκαμε στην προβλήτα. Η καταχνιά είχε ήδη υποχωρήσει όταν ο νυσταγμένος βαρκάρης έλυσε τους κάβους και το βαρκάκι γλίστρησε στα ήρεμα νερά της λίμνης Linnhe, ξεμακραίνοντας από τον κόσμο και τους κάθε λογής μηχανικούς θορύβους προς την έρημη αντίπερα όχθη.
Εκεί λοιπόν, ξεκινήσαμε το πολυήμερο οδοιπορικό μας σε μια από τις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές της Ευρώπης, ακολουθώντας παραδοσιακές διαδρομές ξεχασμένες στο χρόνο μέσω των οποίων, αιώνες πριν, οι κτηνοτρόφοι μετακινούσαν τα ζώα τους μέσω του άγριου ανάγλυφου των υψιπέδων της Σκωτίας, πολύ πριν χτυπήσει ο λιμός του 1841 αλλά και αρχίσουν οι περίφημες «εκκαθαρίσεις» από τους γαιοκτήμονες που οδήγησαν την συντριπτική πλειοψηφία των highlanders στην ξενιτιά και το Νέο Κόσμο προς αναζήτησή μιας καλύτερης (ευκολότερης) ζωής.
Παρά την πλήρη απουσία σήμανσης, όσο ο καιρός ήταν καλός, η πλοήγηση μας ήταν απροβλημάτιστη και απολαμβάναμε τα καταπράσινα τοπία που διασχίζαμε.
Παρόλα αυτά, από την πρώτη κιόλας στιγμή, τα πόδια μας συνεχώς τσαλαβουτούσαν σε νερά και λάσπες, δίνοντας μας μια πρώτη γεύση από αυτό που επρόκειτο να χαρακτηρίσει το σύνολο του ταξιδιού μας.
Το έδαφος των ΒΔ highlands είναι τόσο κορεσμένο από το νερό που ακόμη και σε ηλιόλουστες μέρες είναι αδύνατο αυτό να απορροφηθεί τελείως. Μιλάμε για μια από τις πιο υγρές περιοχές της Ευρώπης, με 265 μέρες βροχής ανά έτος και τον όγκο αυτής να φθάνει τα 4500mm.
Σε τέτοια ταξίδια η προσαρμοστικότητα βοηθάει όσο τίποτα, αλλά και οι σωστές επιλογές μπορούν να κάνουν τη ζωή μας ευκολότερη και ομολογώ ότι η απόφαση μας να χρησιμοποιήσουμε ελαφριά trail παπούτσια με καλή πρόσφυση αλλά χωρίς αδιάβροχη επένδυση ήταν η καλύτερη ( και μακράν η πιο ευχάριστη ), μιας και σε τόσο ακραία υγρό πεδίο – που μόνο με γαλότσες τα πόδια θα έμεναν στεγνά – τα «αδιάβροχα» μποτάκια θα μούσκευαν το ίδιο γρήγορα και θα γίνονταν πολύ πιο βαριά.
Το πρώτο βράδυ, έχοντας καλύψει ήδη 40 χιλιόμετρα, κατασκηνώσαμε στον ποταμό Finnan και περάσαμε μια ενδιαφέρουσα βραδιά παρέα με ένα σμήνος από τις περιβόητες σκνίπες (midges) των highlands, που μέχρι να καταφέρουμε να κοιμηθούμε μας άλλαξε κυριολεκτικά τα φώτα.
Αν δεν έχεις βιώσει ο ίδιος την αίσθηση του να σε «τρώει ζωντανό» ένα σμήνος από σκωτσέζικες σκνίπες, είναι δύσκολο να καταλάβεις πόσο ενοχλητικές μπορούν να γίνουν, εμποδίζοντας σε να κάνεις το ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ (να μαγειρέψεις, να φας, να σταθείς, να χαλαρώσεις), δοκιμάζοντας αρκετά την ψυχραιμία σου.
Κάπως έτσι αρχίσαμε να προωθούμαστε στην καρδιά των highlands, βρίσκοντας τον δρόμο μας μέσω ορεινών περασμάτων, σιωπηλών κοιλάδων και βαθυγάλαζων κολπίσκων και λιμνών, αρχής γενομένης της χερσονήσου Knoydart με το ιδιαίτερα τραχύ ανάγλυφο που χρησιμοποιήθηκε συστηματικά για την εκπαίδευση των Βρετανών commandos που έδρασαν στον Β´ Παγκόσμιο πόλεμο.
Και καθώς οι μέρες περνούσαν, απορροφηθήκαμε τελείως σε αυτή τη «ρουτίνα» που λατρεύουμε, τηρώντας την με ευλάβεια σαν τελετουργικό ( τη μελέτη του χάρτη, την επιλογή της πιο κατάλληλης πορείας και σημείου για κατασκήνωση, το μαγείρεμα, το καλό πλύσιμο των παπουτσιών στο τέλος της μέρας από τη λασπουριά ) και γίναμε ένα με το τοπίο στο οποίο ταξιδεύαμε, όμοια με τα ελάφια που κάθε τόσο συναντούσαμε να βολτάρουν στη γη και τους αετούς στους ουρανούς.
Ο καιρός μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο ευμετάβλητος, δίνοντας μια νότα μυστικισμού στο τοπίο που μας περιέβαλε, με την ομίχλη, το φως και τις σκιές να ταξιδεύουν γρήγορα, κρύβοντας κι αποκαλύπτοντας το κάθε τόσο.
Η τέταρτη και η πέμπτη μέρα ήταν από τις πιο υγρές που έχω βιώσει ποτέ στα βουνά. Νερά κυλούσαν από παντού και κάθε υποτυπώδες ίχνος μονοπατιού είχε μετατραπεί σε ρυάκι. Η πυκνή ομίχλη «έδεσε το γλυκό», κάνοντας την εύρεση της σωστής πορείας … αρκετά ενδιαφέρουσα.
Καταπράσινες πλαγιές μας οδήγησαν στους θορυβώδεις καταρράκτες του Glomach, τους ψηλότερους της Βρετανίας. Τα ποτάμια είχαν φουσκώσει για τα καλά και κάθε διέλευση απαιτούσε τη δέουσα σοβαρότητα, οπότε δεν ήταν λίγες οι φορές που ανηφορίσαμε αρκετά ψηλότερα προς τις πηγές έως να βρούμε ασφαλέστερα σημεία διέλευσης.
Την πρώτη από τις μέρες αυτές παλεύαμε κυριολεκτικά στους βούρκους για 10 ώρες, μουσκεμένοι έως το κόκκαλο, ενώ βροχή και χαλαζόπτωση εναλλάσσονταν κατά κύματα. Απόγευμα πια, διακρίναμε ένα λευκό κτίσμα, ένα Bothy, το Maol-bhuidhe , προς το οποίο χωρίς δεύτερη σκέψη κατευθυνθήκαμε!
Τα bothies είναι εγκατελειμένες αγροικίες και καλύβες βοσκών που έχουν αναδιαμορφωθεί σε λιτά καταφύγια ανάγκης και αποτελούν πραγματικές οάσεις ζεστασιάς που μπορούν να χρησιμοποιήσουν δωρεάν όσοι περιπλανιούνται στις κρύες και παροιμιωδώς υγρές συνθήκες των highlands. Τα περισσότερα έχουν τζάκι και ξύλινες πλατφόρμες για στρωματσάδα.
Από την καμινάδα δεν αναδυόταν καπνός. Ξεφορτωθήκαμε τα σακίδια με τα οποία ήταν αδύνατο να χωρέσουμε από τη στενή πορτούλα και μπήκαμε μέσα. Ο χώρος ήταν σκοτεινός και κρύος, μα απόλυτα προστατευμένος από τη βροχή και τον αέρα. Ήμασταν σε έναν άλλο, στεγνό κόσμο πια. Μια σκάλα, με ένα μουσκεμένο και πρόχειρα απλωμένο πανί αντίσκηνου όμοιο με κουρτίνα, μας οδήγησε στη σοφίτα. Εκεί, σύντομα απαλλαχθήκαμε από τα βρεγμένα ρούχα, φορέσαμε ζεστά και στεγνά, απλώσαμε τα υποστρώματα και ναρκωθήκαμε παρακολουθώντας το νερό με το κους κους και τα αποξηραμένα μανιτάρια να βράζει στα κατσαρολάκια μας.
Δυο ώρες αργότερα, στο άλλο δωμάτιο, γνωριστήκαμε με τους άλλους τρεις «ενοίκους» που είχαν παραιτηθεί από την προσπάθεια να ανάψουν με τα μουσκεμένα ξύλα το τζάκι. Ήταν δυο κοπέλες από την Αυστραλία κι ένας Γάλλος, έμπειροι πεζοπόροι όλοι τους που ταξίδευαν παρέα. Μας ανέφεραν πως είχαν εντυπωσιαστεί από την διαδρομή και απολάμβαναν τη σιωπή της, αλλά την βρήκαν πολύ πιο δύσκολη από ότι περίμεναν, κυρίως λόγω των συνθηκών. Ήδη περπατούσαν για 8η μέρα.
Τα Bothies ασκούν σίγουρα μια γοητεία κι έτσι, παρά την σαφή προτίμηση μας στην κατασκήνωση, περάσαμε τέσσερις συνολικά από τις βραδιές της διάσχισης μας σε αυτά, όχι μόνο λόγω της ανελέητης υγρασίας αλλά και γιατί αποτελούν μέρος της ταξιδιωτικής εμπειρίας των highlands.
Την έκτη μέρα, ένα πέρασμα μας οδήγησε στην περίφημη κοιλάδα Torridon. Τα βουνά του Torridon θεωρούνται από τα πιο δραματικά της Μεγάλης Βρετανίας, με κατακερματισμένες κορυφογραμμές και πυλώνες αλλά και επικλινείς πλαγιές που τις διατρέχουν βαθιά λούκια. Τα πετρώματα τους είναι από τα αρχαιότερα του πλανήτη, με τον χαλαζίτη να κυριαρχεί.
Το τοπίο δεν θύμιζε σε τίποτα αυτό των προηγούμενων ημερών κι ήταν αναμφίβολα ένα από τα κορυφαία σε ομορφιά σκέλη της διάσχισης μας.
Διασχίσαμε την ΒΔ όψη του Beinn Eighe και βγήκαμε σε μια αλπική λίμνη, εν μέσω ενός αμφιθεάτρου.
Κατηφορίσαμε μέσω εξαιρετικά σπασμένου, απότομου και γλιστερού πεδίου στα 400 μέτρα υψόμετρο, από όπου πήραμε την ισοϋψή, τραβερσάρωντας τις βορινές πλαγιές του Ruadh-Stac Mor για να αποφύγουμε τους ανελέητους βάλτους χαμηλότερα.
Παρά τη δυσκολία, κινηθήκαμε όσο ταχύτερα μπορούσαμε και τελικά προλάβαμε να παραλάβουμε, το ίδιο μεσημέρι, από τον απομονωμένο οικισμό του Kinlochewe, το δέμα που είχαμε ταχυδρομήσει με τις προμήθειες των υπόλοιπων 5 ημερών.
Συνεχίσαμε λοιπόν να διασχίζουμε τα highlands μέσα από εξίσου γοητευτικές με τις προηγούμενες μέρες κοιλάδες, περάσματα, ποτάμια, λίμνες και κολπίσκους, όλα με εξωτικά Γαελικά ονόματα, μιας γλώσσας με Κέλτικη ρίζα που είχε κυριαρχήσει εδώ κατά τον Μεσαίωνα και ομιλείται από πολύ μικρό μέρος του πληθυσμού πια έως και σήμερα.
Και καθώς οι μέρες και τα χιλιόμετρα περνούσαν και ήμασταν πια κοντά στο τέλος του ταξιδιού μας, ο άνεμος μας γέμιζε τα ρουθούνια με την αλμύρα και το ιώδιο του ωκεανού.
Το μεσημέρι της 10ης μέρας φθάσαμε αισίως στον κόλπο Sandwood. Μια εντυπωσιακή παραλία μήκους 1,5 χιλιομέτρου απλωνόταν μπροστά μας, περικλειόμενη από βράχια και με έναν χαρακτηριστικό 65 μέτρο βράχινο σχηματισμό από ψαμμίτη – προϊόν της διάβρωσης- «να φυλάει» το νότιο της άκρο.
Τι κι αν απείχαμε μόλις 13 χιλιόμετρα από τον τελικό μας προορισμό κι είχαμε στη διάθεση μας αρκετές ακόμη ώρες φωτός;
Ήμασταν στην πιο απομονωμένη και ωραιότερη παραλία της Σκωτίας, ξεχωριστή ανάμεσα σε όλες αυτές που κοσμούν την δαντελωτή της δυτική ακτογραμμή!
Κατασκηνώσαμε στους μεγάλους αμμόλοφους. Αρκετά καράβια είχαν ναυαγήσει εδώ πριν την κατασκευή του 200χρονου φάρου, χτυπημένα από τις άγριες θύελλες του βόρειου Ατλαντικού.
Ακρωτήριο Wrath
Το επόμενο (τελευταίο) πρωινό καλύψαμε τα τελευταία χιλιόμετρα προς το ακρωτήρι.
Το περίφημο ακρωτήριο Wrath πήρε το όνομα του από το νορβηγικό “hvarf” ( σημείο γυρισμού ), καθώς οι Βίκινγκς το χρησιμοποιούσαν ως σημείο πλοήγησης κατά τις επιδρομές τους στις ακτές της Σκωτίας.
Η αντίστοιχη όμως αγγλική σημασία της λέξης ( οργή ) φαντάζει η πλέον κατάλληλη για να περιγράψει τη σφοδρότητα των ανέμων και την αγριότητα των κυμάτων που συχνά πλήττουν τα πελώρια βράχια του ακρωτηρίου!
Όταν φθάσαμε πια στο φάρο, λυσσομανούσε κι έβρεχε με το τουλούμι.
Για να είμαι ειλικρινής … δεν θα ταίριαζε τίποτε άλλο! 😊