Huaorani: τα παιδιά του Μεγάλου Δάσους
Ένα περίεργο μείγμα ευωδιάς και σαπίλας αναδύθηκε στην υγρή, αποπνικτική ατμόσφαιρα.
Ώρες τώρα τσαλαπατούσε μέσα σε βούρκους με τα γυμνά- θαρρείς ατσάλινα -πόδια του κορμούς και καρατομημένα απ’ τη λεπίδα του machete (χατζάρας) του κλαδιά.
Για μια στιγμή σταμάτησε. Αλλόκοτοι ήχοι μας κύκλωσαν από παντού.
Ο Gava, ο μονόφθαλμος, πήρε μιαν ανάσα, δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία και συνέχισε να σχίζει στα δύο την πυκνή, φαινομενικά απροσπέλαστη βλάστηση του σκοτεινού δάσους που έφραζε το δρόμο μας.
Ήμασταν σκιές ανάμεσα σε σκιές.
Αυτός ο επιβλητικός άντρας με την τραχιά φωνή, τα μακριά μαύρα μαλλιά και τους κομμένους λοβούς των αυτιών του (τυπικό της φυλής των Huaorani), απολάμβανε την εκτίμηση και τον σεβασμό των συνανθρώπων του. Αυτό το είχα καταλάβει μέρες πριν, από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα στην κοινότητά του, μια ομάδα 40 -50 ψυχών που ζουν ως ημινομάδες στις ζούγκλες της Oriente (το μερτικό του Ισημερινού από το αχανές τροπικό δάσος του Αμαζονίου).
Ήταν 19 του Μάρτη του 2010. Ένα μήνα τώρα περιπλανιόμουν παρέα με τον καλό μου φίλο Ντάνη σε μεγάλο υψόμετρο (ανάμεσα στα ηφαίστεια του Ισημερινού και την Λευκή Οροσειρά στο κεντρικό Περού) και ο οργανισμός μας δεν έλεγε να συνηθίσει τις τελευταίες μέρες την άπνοια και την φοβερή υγρασία των τροπικών.
Το μικρό μας κανό, φορτωμένο με προμήθειες και δύο αντίσκηνα έπλεε παράλληλα με τη ροή του Shiripuno, ενός στενού και γεμάτου εμπόδια (κλαδιά – ξέρες )εκείνη την εποχή ποταμού που δυσκόλευαν την πλεύση του. Στην ουσία ήμασταν μια κουκίδα που κινούνταν σε μια λεπτή γραμμή ενός δαιδαλώδους υδάτινου δικτύου που τροφοδοτεί από παντού τον Αμαζόνιο σε όλο του το ταξίδι των 6.500 km (από τις πηγές του στο ηφαίστειο Mismi έως και τις εκβολές του στον Ατλαντικό ωκεανό).
Στο τιμόνι ήταν ο Fernando, ένας ανεξάρτητος Περουβιανός οδηγός με άδεια να επισκέπτεται τις κοινότητες των ιθαγενών Huaorani. Τον είχα βρει 3 μέρες πριν στην Coca, μια παράξενη πόλη χωρίς πλατεία που λόγω της εγγύτητάς της στη ζούγκλα έχει προσελκύσει ανθρωπολόγους και άλλους επιστήμονες, στελέχη και εργάτες πετρελαϊκών εταιρειών, λαθρεμπόρους, χρυσοθήρες και πάσης φύσεως περίεργους. Είχα ερευνήσει αρκετά την ιστορία των Huaorani, των τελευταίων πολεμιστών του μεγάλου δάσους, και το ότι θα ζούσα μαζί τους για τις επόμενες μέρες με γέμιζε χαρά και ικανοποίηση!
Οι Huaorani ζουν στις ζούγκλες του Ισημερινού εδώ και πάνω από 1000 χρόνια. Η περιοχή τους εκτείνεται ανάμεσα στους ποταμούς Napo και Curaray και η παράδοση τους λέει πως μετανάστευσαν εδώ κινούμενοι αντίθετα στη ροή του ποταμού. Στο πέρασμα των αιώνων εξελίχθηκαν σε άριστους γνώστες της γεωγραφίας και της οικολογίας του μεγάλου δάσους, ζώντας ως νομάδες κυνηγοί και συλλέκτες καρπών. Παράλληλα, έγιναν τρομεροί πολεμιστές, οι πιο υπολογίσιμοι ανάμεσα στις πολλές εθνικές ομάδες που διεκδικούσαν τους πόρους του δάσους.
Ήταν ήδη απόγευμα όταν φάνηκε καπνός από απόσταση ψηλά πάνω από τα πελώρια δέντρα. Πράγματι, σε μια δεξιά στροφή του ποταμού πρόβαλλαν μπροστά μας οι καλύβες της κοινότητας, φτιαγμένες από λεπτούς κορμούς και φύλλα φοίνικα πλεγμένα μεταξύ τους. Ένα τσούρμο παιδιά έπαιζαν ανέμελα στο ποτάμι (έως ότου μας είδαν). Στην όχθη στέκονταν 7-8 άντρες και γυναίκες που φώναζαν μεταξύ τους από απόσταση σε μια πολύ περίεργη γλώσσα, την Wao Tiriro. Μεταξύ αυτών ήταν ο Gava ο μονόφθαλμος και ο Tiro, ο μόνος που μιλούσε Castellano (ισπανικά), γεγονός που βοήθησε αφάνταστα στην επικοινωνία μας μαζί τους.
Αντίθετα με ότι θα περίμεναν πολλοί, οι Huaorani δεν έχουν αρχηγό παρά μόνο σε περιόδους κρίσεων. Υπάρχει πολυγαμία αλλά και πολυανδρία, ανάλογα με το προς τα που διαταράσσεται το ισοζύγιο ανδρών-γυναικών. Οι άντρες ασχολούνται με το κυνήγι, το ψάρεμα, την καλλιέργεια καλαμποκιού, γλυκοπατάτας, γιούκας, κακάο και άλλων καρπών (με τα οποία συμπληρώνουν την διατροφή τους), καθώς και τις δουλειές που απαιτούν σωματική ρώμη ενώ οι γυναίκες κατά βάση με την φροντίδα των παιδιών, το μαγείρεμα και την Chicha.
Η Chicha είναι ένα ποτό που παρασκευάζουν μασώντας φύλλα γιούκας, φτύνοντάς τα σε ένα δοχείο και αφήνοντάς τα να ωριμάσουν. Από τη ζύμωση παράγεται αλκοόλ και το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται κατά μεγάλο ποσοστό από τη γεύση της νοικοκυράς. Πιστεύεται πως η άνοστη Chicha είναι προάγγελος κακών. Η αλήθεια είναι πως αυτή που δοκίμασα υπό τα γουρλωμένα μάτια του φίλου μου ήταν εύγεστη και δυνατή!
Την επομένη με την αυγή ακολουθήσαμε τον Gava στο κυνήγι. Κάθε τόσο σταματούσε και μιμούνταν κραυγές πιθήκων και πουλιών για να προσελκύσει υποψήφια θηράματα. Όποτε εντόπιζε κάτι, έφερνε στα χείλη του το στόμιο της Sharabatana, του «ασήκωτου» 3μ. κυνηγετικού του φυσοκάλαμου, και εκσφενδόνιζε προς αυτά τα κοφτερά (σαν βελόνες) βέλη του. Στο τέλος της εξόρμησης ψέλλισε σε ένδειξη σεβασμού ένα σκοπό για να εξευμενίσει το πνεύμα του θηράματος.
Σύμφωνα με την ανιμιστική κοσμοθεωρία τους δεν υπάρχει διακριτός διαχωρισμός ανάμεσα στον φυσικό κόσμο και τον κόσμο των πνευμάτων. Τα πνεύματα των χαμένων αδερφών τους άλλωστε είναι αυτά που καλούν τραγουδώντας στις μελαγχολικές γιορτές τους.
Οι μέρες κύλησαν γρήγορα δίπλα στους Huaorani. Τις περισσότερες ώρες τις περνούσαμε περιπλανώμενοι στη ζούγκλα παρέα με τον Gava. Μοιράστηκε μαζί μας ψήγματα της βαθιάς γνώσης που έχει από το δάσος. Μας έδειξε φυτά με θεραπευτικές ιδιότητες, δηλητηριώδεις ρίζες στις οποίες εμποτίζουν τα βέλη τους και άλλες που κρύβουν άφθονο πόσιμο νερό στο εσωτερικό τους, δέντρα από τον κορμό των οποίων φτιάχνουν τα κυνηγετικά τους όπλα, φρούτα από τα οποία φτιάχνουν βαφές με τις οποίες καλλωπίζουν τα κορμιά τους στις γιορτές τους.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα πρωινό. Ένα πυκνό πέπλο ομίχλης κάλυπτε τα πάντα γύρω από το κανό μας που έπλεε αθόρυβα προς την καρδιά του τροπικού δάσους. Άγνωστες, απερίγραπτα εξωτικές κραυγές πουλιών και ποιος ξέρει τι άλλων ζώων, ηλέκτριζαν την ούτως ή άλλως απόκοσμη ατμόσφαιρα. Σιγά – σιγά η ομίχλη άρχισε να ξεδιαλύνει και αποκαλύφθηκε μπροστά στα μάτια μας ένας θαυμαστός, παραδείσιος κόσμος. Μεγάλοι παπαγάλοι Macao με φτερά πιο πολύχρωμα και από τη φαντασία πετούσαν σε ζευγάρια πάνω από τα κεφάλια μας. Πίθηκοι κυνηγιόντουσαν στα κλαδιά των θεόρατων δέντρων που μας έφραζαν τον ορίζοντα και ένας Caiman (κροκόδειλος) άραζε στην όχθη.
Ήμασταν στα όρια του εθνικού πάρκου Yasuni, ίσως της περιοχής με τη μεγαλύτερη βιοποικιλότητα στον πλανήτη και ένα από τα τελευταία καταφύγια για πολλά απειλούμενα είδη όπως ταπίρ, σπάνια είδη αετών και πιθήκων, ροζ δελφίνια και άλλα. Χιλιάδες είδη εδώ αναμένουν έρευνας και καταγραφής, με τους επιστήμονες να υποστηρίζουν πως απλά έχουν ξύσει τον φλοιό ύπαρξης ζωής! Σε αυτό το μοναδικό και γεμάτο προκλήσεις για κάθε ζωντανό οργανισμό περιβάλλον ζουν οι Huaorani!
“Οι πατεράδες μας πίστευαν πως το δάσος αυτό είναι ο κόσμος όλος! Εμείς πλέον γνωρίζουμε πως δεν είναι ακριβώς έτσι αλλά … αυτό είναι το σπίτι μας και θα το υπερασπιστούμε πάση θυσία!”
μου είπε ο Tiro, ενώ ξεμπαρκάραμε και κατευθυνόμασταν προς ένα γιγάντιο δέντρο Ceibo που εξείχε του θόλου του δάσους, κάποιες εκατοντάδες μέτρα από την όχθη.
“Εγώ δεν είχα ακόμη γεννηθεί και ο Gava ήταν μωρό όταν ήρθαν οι λευκοί ! Τότε ξεκίνησαν όλα!”
Πράγματι! Η ζωή των Huaorani ελάχιστα είχε αλλάξει στο πέρασμα των αιώνων έως ότου την δεκαετία του ’50 ανακαλύφθηκε μεγάλο κοίτασμα πετρελαίου στην περιοχή τους. Το 1959 έγιναν γνωστοί στον δυτικό κόσμο όταν σε μια παραλία του ποταμού Curaray κατατρύπησαν με τις 3,5 μέτρων λόγχες τους τα σώματα 5 Αμερικανών ιεραποστόλων τους οποίους θεώρησαν εισβολείς. Την επόμενη χρονιά η αδερφή ενός από τα θύματα πέτυχε την 1η ειρηνική επαφή και κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. Το δοκιμασμένο κόλπο έπιασε όπως άλλωστε και σε τόσες άλλες γωνιές της Γης. Οι αυτόχθονες γοητεύτηκαν από τα δώρα και τα κηρύγματα των «καλοκάγαθων» λευκών. Εκατοντάδες από αυτούς πείστηκαν να μετοικήσουν στις ιεραποστολές που δημιουργήθηκαν (τυχαία?) τα προηγούμενα χρόνια, εγκαταλείποντας τις πατρογονικές τους εστίες (στην προκειμένη περίπτωση τη νομαδική ζωή στη ζούγκλα) και ανοίγοντας το δρόμο για εξόρυξη πετρελαίου μεγάλης κλίμακας στην περιοχή. Πολλοί από αυτούς τους «εκπολιτισμένους» ζουν σήμερα στην Coca εθισμένοι στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά.
Από τους υπόλοιπους, περίπου 4.000 (ανάμεσά τους και οι οικοδεσπότες μας), ζουν σε μικρές κοινότητες μέσα στη ζούγκλα στο 1/3 της περιοχής που είχαν παλιότερα και μετακινούνται κάθε 10 χρόνια, ενώ ο κλοιός από τις πετρελαϊκές και την παράνομη αποψίλωση του δάσους σφίγγει συνεχώς. Οι άνθρωποι αυτοί, που έχουν βάση νόμου δικαιώματα στον υδάτινο και ορυκτό πλούτο της περιοχής τους, προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να ευαισθητοποιήσουν μέσω αντιπροσώπων και την βοήθεια ΜΚΟ την κοινή γνώμη για τον κίνδυνο απώλειας της πολιτιστικής τους ταυτότητας αλλά και καταστροφής του μεγαλύτερου πνεύμονα της Γης, του τροπικού δάσους του Αμαζονίου.
Το μέλλον αμφότερων προβλέπεται δυσοίωνο!
Τι πιθανότητες άλλωστε μπορεί να έχουν παίζοντας ένα παιχνίδι του οποίου τους κανόνες αγνοούν;
Ο Gava ο μονόφθαλμος συνέχισε να σχίζει την οργιαστική βλάστηση στα δύο. Ανηφορήσαμε μουσκεμένοι από την φοβερή άπνοια και υγρασία έως ότου βγήκαμε στην κορυφή ενός λόφου. Γύρω μας, όπου έφτανε το μάτι, έβλεπες ατελείωτη ζούγκλα. Ύψωσε το χέρι του προς τα νοτιοδυτικά και ψέλλισε:
“Taromenari”
Όσο απίστευτο και ρομαντικό κι αν ακούγεται, εκεί, βαθιά μέσα στη ζούγκλα ζουν στις μέρες μας δύο υποομάδες των Huaorani (οι Taromenari και οι Tagaeri) που αρνούνται πεισματικά οποιαδήποτε επαφή με τον έξω κόσμο! Εκτιμάται πως αριθμούν σήμερα περίπου 150-200 άτομα. Τουλάχιστον 4 επιβεβαιωμένα περιστατικά «περαστικών» που σφαγιάστηκαν οδήγησαν την κυβέρνηση του Ισημερινού να χαρακτηρίσει την περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Shiripuno και Curaray “Κόκκινη Ζώνη”.